- ανοιχτομάτης
- -ισσα, -ικο (κ. ανοιχτόματος, -η, -ο)1. αυτός που έχει τα μάτια του ανοιχτά, που δεν τον ξεγελούν, ο ξύπνιος2. ερωτομανής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανοιχτομάτης, -α — και ισσα, ικο επίρρ. ικα αυτός που έχει ανοιχτά τα μάτια του, ο έξυπνος: Ανοιχτομάτης όπως ήταν, δε γελιόταν εύκολα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανοιχτός — ή, ό (AM ἀνοικτός, ή, όν) ο ανοιγμένος, αυτός που δεν είναι κλειστός νεοελλ. 1. ο ελεύθερος, ο δίχως εμπόδιο 2. ο πλατύς ή αυτός που έχει πλατύ ορίζοντα 3. (για καταστήματα, υπηρεσίες) αυτός που βρίσκεται σε λειτουργία, που δεν αργεί 4. (για… … Dictionary of Greek
κουρνάζος — ο επιδέξιος, ανοιχτομάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kurnaz «δόλιος, πονηρός»] … Dictionary of Greek